- γαλί
- τομικρός γάλος, γαλοπούλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλί — το 1. μικρό γαλόπουλο 2. γαλοπούλα 3. άνθρωπος ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού γάλος*] … Dictionary of Greek
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
geli-, glī- — geli , glī English meaning: mouse Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise” Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
u̯el-3 — u̯el 3 English meaning: to press, push Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen” Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… … Proto-Indo-European etymological dictionary